Και κλείνει το μάτι στο φεγγάρι. Γιατί εκείνο ξέρει. Μόνο εκείνο ξέρει. Και αν αυτό που λαμβάνει χώρα μέσα της αυτή τη στιγμή την ωθεί να κλείσει το μάτι στο φεγγάρι και να του χαμογελάσει λοξά, τότε εγώ το εμπιστεύομαι. Θα τη βγάλει κάπου, δε μπορεί. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε και δεν ξέρω γιατί. Μα έμαθα να μη με νοιάζει. Δεν ξέρω αν έχω αλλάξει, αν έχω νεκρώσει ή αν έχω απλώς μουδιάσει και θα μου σκάσει το κύμα μεγαλειωδώς στη μάπα σε ανύποπτη στιγμή. Ξέρω όμως ότι δεν θα κάτσω να το ψάξω. Πάω, κι όπου με βγάλει. Με δεμένα μάτια, ναι.
Τι? Και πού ξέρω πού θα καταλήξω? Μα δε με νοιάζει, ρε φίλε. Όπου. Και στην τελική, τα χέρια διακοσμητικά τα έχω? Στα ψηλαφιστά. Σηκώσαμε μπαϊράκι.
Εβίβα, μάγκες.