22 Μαϊου, ξημερώματα.
Δώσε της αγάπη. Θα σου δώσει τα πάντα. Δώσε της σκοτάδι. Θα ανάψει κεριά. Κι ένα τσιγάρο. Για την πάρτη της και μόνο. Γιατί μπορεί και μόνη της. Κι ας μπορεί καλύτερα με άλλους. Κι ας είναι οι άνθρωποί της το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή της. Μπορεί και μόνη, γιατί τους κρατάει μέσα της. Σε ένα ζεστό σημείο πλάι στην καρδιά της. Και είναι πάντα εκεί. Κι αυτοί που είναι κοντά, κι αυτοί που είναι μακριά, κι αυτοί που είναι τόσο μακριά που δεν θα ξανάρθουν πια. Όσο ζει αυτή, ζουν κι εκείνοι. Ζουν στα χαμόγελά της, ζουν στα μάτια της που προδίδουν το πότε είναι χαρούμενη, πότε είναι λυπημένη, πότε είναι ερωτευμένη. Ζουν στην αφή της, στα ψηλαφίσματα του κόσμου της, του μικροσκοπικού και πελώριου συνάμα. Στις ρουφηξιές απ΄το τσιγάρο της, στα γυμνά της πόδια που δροσίζονται αυτή τη στιγμή πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. Στους στίχους που αγαπάει, στη φωνή της που τραγουδάει, στο εκστατικό της χαμόγελο όταν περιφέρεται ανάμεσα σε βιβλία. Αυτός είναι άλλωστε ο κόσμος της. Καρτ-ποστάλ και μουσικές, τσιγάρα, σκέψεις και βιβλία. Αγάπη και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, σκόρπια γραπτά μουτζουρωμένα σε μικρά τετραδιάκια και παράταιρες κόλλες χαρτί. Δεν θέλει να σου πει πολλά. Δεν ξέρει δα και πολλά για να σου πει, είναι παιδί ακόμα. Ακόμα μαθαίνει να αγγίζει, ακόμα μαθαίνει να γελάει, ακόμα χάνεται σε ένα όμορφο βράδυ και στις μυρωδιές και τα τριξίματα ενός παλιού ξύλινου σπιτιού. Θέλει να μεγαλώσει, και δεν θέλει. Διψά να αντιμετωπίσει τον εαυτό της, να τον καθίσει απέναντι και να τα πούνε. Μα ίσως είναι νωρίς ακόμα. Τα βιολιά ακόμα παίζουν και ποτέ δεν διακόπτεις ένα κομμάτι μουσικής. Αφήνεται λοιπόν και πετά πάνω από θάλασσες, μουσκεύεται σε βροχές, πίνει, χορεύει και μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Θα φτάσει κάποτε, δεν μπορεί. Σας καληνυχτεί.